- γυψοποιός
- ο1. κατασκευαστής γύψου2. βιομήχανος παραγωγής γύψου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου Βλάχου κατ' απόδοση τού γαλλ. platrier].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυψοποιός — ο, η ο γυψάς, ο γυψουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυψοποιείο — το εργαστήριο γύψου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυψοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου Βλάχου κατ απόδοση τού γαλλ. platriere] … Dictionary of Greek
γυψουργός — ο ο γυψοποιός … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γυψουργός — ο γυψοποιός, γυψάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)